τύλων — ωνος, ὁ, Α αυτός που έχει δέρμα γεμάτο τύλους, γεμάτο κάλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύλη + κατάλ. ων, ωνος (πρβλ. γάστρ ων)] … Dictionary of Greek
τύλωνος — τύλων one with a callous hide masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύλωσιν — τύλων one with a callous hide masc dat pl τύλωσις a making fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκτυλωτικός — ή, ό ο κατάλληλος για αφαίρεση τύλων (κν. κάλων) («εκτυλωτικά φάρμακα» φάρμακα τυλοφθόρα, που εξαφανίζουν τους κάλους) … Dictionary of Greek
περιτύλωσις — ώσεως, ἡ, Α [περιτυλώ] ο σχηματισμός τύλων, κάλων, γύρω γύρω σε μια επιφάνεια … Dictionary of Greek
τύλωση — η / τύλωσις, υλώσεως, ΝΜΑ η ενέργεια τού τυλώνω, η σκλήρυνση τής κεράτινης στιβάδας τής επιδερμίδας, ανάπτυξη τύλων νεοελλ. 1. ιατρ. προχωρημένη μορφή βλεφαραδενίτιδας 2. στον πληθ. οι τυλώσεις βοτ. κυστοειδή σώματα που δημιουργούνται στο… … Dictionary of Greek