τύλων

τύλων
τύλος
callus
masc gen pl
τύλων
one with a callous hide
masc nom/voc sg
τυλόω
make knobby
imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
τυλόω
make knobby
imperf ind act 1st sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τύλων — ωνος, ὁ, Α αυτός που έχει δέρμα γεμάτο τύλους, γεμάτο κάλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύλη + κατάλ. ων, ωνος (πρβλ. γάστρ ων)] …   Dictionary of Greek

  • τύλωνος — τύλων one with a callous hide masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύλωσιν — τύλων one with a callous hide masc dat pl τύλωσις a making fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκτυλωτικός — ή, ό ο κατάλληλος για αφαίρεση τύλων (κν. κάλων) («εκτυλωτικά φάρμακα» φάρμακα τυλοφθόρα, που εξαφανίζουν τους κάλους) …   Dictionary of Greek

  • περιτύλωσις — ώσεως, ἡ, Α [περιτυλώ] ο σχηματισμός τύλων, κάλων, γύρω γύρω σε μια επιφάνεια …   Dictionary of Greek

  • τύλωση — η / τύλωσις, υλώσεως, ΝΜΑ η ενέργεια τού τυλώνω, η σκλήρυνση τής κεράτινης στιβάδας τής επιδερμίδας, ανάπτυξη τύλων νεοελλ. 1. ιατρ. προχωρημένη μορφή βλεφαραδενίτιδας 2. στον πληθ. οι τυλώσεις βοτ. κυστοειδή σώματα που δημιουργούνται στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”